- αἰγυπτιστί
- Αἰγυπτιστίin the Egyptian tongueindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγυπτιστί — αἰγυπτιστὶ επίρρ. (Α) [Αἰγύπτιος] 1. στην αιγυπτιακή γλώσσα 2. με τρόπο που αρμόζει στους Αιγυπτίους, δηλ. με δόλο, με πανουργία … Dictionary of Greek
Αἰγυπτιστί — in the Egyptian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε … Dictionary of Greek
Μένδης — Μένδης, ητος, ὁ (Α) (στους Αιγυπτίους) 1. ο τράγος 2. ο θεός Παν («καλεῑται δὲ ὅ τε τράγος καὶ ὁ Πάν Αἰγυπτιστὶ Μένδης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
Μανερώς — Μανερῶς, ῶτος και Μανέρως, ωτος, ὁ (Α) είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού μοναχογιού τού πρώτου βασιλιά τής Αιγύπτου] … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия